- συναποτίθεμαι
- Α1. αποβάλλω συγχρόνως («ἅμα τῷ παιδικὸν ἱμάτιον ἀποθέσθαι, συναποθέμενοι τὸ αἰδεῑσθαι», Πλούτ.)2. παραιτούμαι μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποτίθεμαι «βγάζω, αφαιρώ, αποβάλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.